Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Εκδήλωση 4ης Ιουλίου-Β.Λιόσης (Μέρος Γ)


ΕΚΔΗΛΩΣΗ  - "ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ"

Στις 4 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκδήλωση του Συλλόγου μας, με θέμα «Φασισμός και Δημοκρατία την εποχή της κρίσης». . Την εκδήλωση άνοιξαν οι εισηγητές:
  • Λιόσης Βασίλης, συνδικαλιστής στην εκπαίδευση: "Το φασιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη του μεσοπολέμου"  
  • Σουάνη Μαρία, εργαζόμενη στη ΔΕΗ: "Το φασιστικό φαινόμενο στη Δ. Ευρώπη και τη σύγχρονη Ελλάδα"
  • Κατρούγκαλος Γιώργος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου: "Η άνοδος του νεοφασισμού ως σύμπτωμα της κρίσης αξιών του πολιτικού συστήματος" 
 Σήμερα δημοσιεύουμε τις εισηγήσεις αυτές, ολοκληρώνοντας με το τελευταίο κομμάτι απο την εισήγηση του πρώτου ομιλητή, Β.Λιόση


Μέρος Γ’



ΣΤ. Ο ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΦΑΣΙΣΜΟΣ

Η λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου βρήκε την Ιταλία με πλήθος προβλημάτων. Οι εδαφικές κτήσεις ήταν μικρές, οι στρατιωτικές δαπάνες είχαν απορροφήσει το 80% του κρατικού προϋπολογισμού, το εξωτερικό χρέος της χώρας αυξήθηκε κατά 19 δις λιρέτες, υπήρχε έλλειψη συναλλάγματος για την αγορά πρώτων υλών και καυσίμων και η βιομηχανική παραγωγή γνώρισε μεγάλη πτώση. Στις αρχές του 1919 ο πληθωρισμός βρέθηκε στα ύψη και χιλιάδες απολυμένοι στρατιώτες ήρθαν να προστεθούν στις στρατιές των ανέργων. Μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις ξεσπάνε σε όλη τη Ιταλία, στον ιταλικό βορά αναπτύσσονται τα εργοστασιακά συμβούλια, ενώ ο λαός βλέπει με συμπάθεια τη ρώσικη επανάσταση και τη Σοβιετική Ρωσία. Στις απεργίες οι εργάτες ζητάνε εφαρμογή του 8ωρου, αντιμετώπιση της ακρίβειας, συμμετοχή των συνδικάτων στη διαπραγμάτευση για τους μισθούς αλλά και μαζική αλλαγή των κοινωνικών όρων. Οι επαναστατικές διαθέσεις αγκαλιάζουν και τους αγρότες και τους μικροαστούς των πόλεων.

Το Σοσιαλιστικό κόμμα ούτε θέλει ούτε μπορεί να ηγηθεί των λαϊκών αγώνων. Εντός του σοσιαλιστικού κόμματος υπάρχουν τέσσερις βασικές ομάδες: α) οι ρεφορμιστές, β) οι μαξιμαλιστές (κεντριστές), γ) οι υπεραριστεροί (Μπορντίγκα) και δ) η σοσιαλιστική οργάνωση του Τουρίνο με επικεφαλής τον Γκράμσι, τον Τολιάτι και τον Τερατσίνι. Οι δυο πρώτες ομάδες ήταν οι βασικότερες.

Μπροστά στην άνοδο της δραστηριότητας των μαζών, ο Μουσολίνι που στο μεταξύ την περίοδο του πολέμου έχει αποκλειστεί από το σοσιαλιστικό κόμμα, συγκροτεί μισοστρατιωτικές οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από τα ιταλικά μονοπώλια και που ως στόχο τους έχουν την καταστολή του λαϊκού κινήματος.

Στις 16 Νοεμβρίου του 1920 διεξάγονται εκλογές με το σοσιαλιστικό κόμμα να σημειώνει τεράστια νίκη και να παίρνει 156 έδρες στο ιταλικό κοινοβούλιο, ενώ δεύτερο κόμμα αναδεικνύεται το εθνικό με 100 έδρες. Οι φασίστες αποτυγχάνουν εκλογικά παρά το γεγονός ότι κατέρχονται με ένα φαινομενικά ριζοσπαστικό πρόγραμμα που προβλέπει: τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης για εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και την κατάργηση της γερουσίας, της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, των τίτλων και των διακρίσεων, για δήμευση του μη παραγωγικού κεφαλαίου κ.ά. Σχηματίζεται η κυβέρνηση Τζιολίτι και οι φασίστες συνασπίζονται μαζί της.

Μετά τις εκλογές σημειώνονται νέες απεργιακές κινητοποιήσεις που συμπέφτουν χρονικά με το μαζικό κίνημα των εργατών γης. Οι απεργίες των μεταλλεργατών καταλήγουν σε καταλήψεις των εργοστασίων και ακολουθεί μια πλημμυρίδα απεργιακών και καταλήψεων σε όλη την Ιταλία. Στα κατειλημμένα εργοστάσια οι εργάτες συνεχίζουν την εργασία τους, οργανώνουν από μόνοι τους την παραγωγή και τη διοίκηση, ενώ συγκροτούνται κόκκινες ένοπλες φρουρές για την υπεράσπιση των κατειλημμένων εργοστασίων. Η επαναστατική κρίση γίνεται πανεθνική. Η κυβέρνηση δεν τολμά να αντιμετωπίσει με σύγκρουση το επαναστατικό κίνημα, αντιθέτως για να κατευνάσει το κίνημα υπόσχεται ψήφιση νόμου που θα προβλέπει τον εργατικό έλεγχο και την αύξηση των μισθών. Το κίνημα που δημιουργήθηκε άρχισε σιγά σιγά να εξασθενεί, αλλά προκύπτει ένα βασικό πολιτικό συμπέρασμα: η ανάγκη για τη δημιουργία ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Τον Ιανουάριο του 1921 το συνέδριο του σοσιαλιστικού κόμματος το κόμμα διασπάται και εμφανίζεται πλέον το ΚΚΙ.

Το 1922 οι άνεργοι τριπλασιάζονται σε σχέση με το 1920, το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων πέφτει πολύ, ενώ σημειώνονται μαζικές χρεοκοπίες επιχειρήσεων. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η δράση των φασιστικών ομάδων εντείνεται. Στις τάξεις τους συσπειρώνονται μεγάλοι γαιοκτήμονες και τα φιλοσωβινιστικά μικροαστικά στοιχεία. Μέσα σε λίγους μήνες οι φασίστες πενταπλασιάζονται. Ένοπλες φασιστικές ομάδες βασάνιζαν και δολοφονούσαν επίλεκτα εργατικά στελέχη, γκρέμιζαν και έκαιγαν τα γραφεία δημοκρατικών οργανώσεων κ.λπ. Όλα αυτά προκαλούν την αντίδραση της εργατικής τάξης και την άνοιξη του 1921 δημιουργείται ένα πλατύ κίνημα του ενιαίου μετώπου (Οι τολμηροί του λαού) που αποτελείται από αντιφασίστες με διαφορετική ιδεολογική αφετηρία που όμως ήταν διατεθειμένοι να αντισταθούν στη φασιστική βία με το όπλο στο χέρι. Το Μάιο του 1921 πραγματοποιούνται εκλογές στις οποίες οι φασίστες παίρνουν ένα ποσοστό κοντά στο 7% και έχουν 35 έδρες.

Την 1η Αυγούστου του 1922 κηρύσσεται γενική πολιτική απεργία για τη φασιστική τρομοκρατία και σε πολλές περιοχές της Ιταλίας σημειώνονται αιματηρές συγκρούσεις. Στην κορύφωση του αγώνα οι ρεφορμιστές ηγέτες του εργατικού κινήματος δίνουν εντολή για διακοπή της απεργίας. Η ήττα της απεργίας του Αυγούστου άνοιξε το δρόμο για την κατάκτηση της εξουσίας από τους φασίστες. Οι κυρίαρχες ομάδες του χρηματιστικού κεφαλαίου, η Συνομοσπονδία των βιομηχάνων, η στρατιωτική ηγεσία και το Βατικανό υποστήριξαν το σχηματισμό κυβέρνησης με επικεφαλής το Μουσολίνι. Έτσι στις 27 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι εκδίδει τη διαταγή για την «πορεία προς τη Ρώμη». Την επόμενη ημέρα οι φασίστες εισβάλλουν στη Ρώμη με το στρατό και την αστυνομία να μην παρεμβαίνουν. Ο βασιλιάς διορίζει πρωθυπουργό το Μουσολίνι κι έτσι εγκαθιδρύεται καθεστώς φασιστικής δικτατορίας. Στη νέα κυβέρνηση πήραν μέρος και αστοί πολιτικοί καθώς και κάποιοι ειδικοί. Τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης ήταν:
Οι μικρές αγροτικές εκτάσεις που είχαν δοθεί την περίοδο 1918-1922 σε ακτήμονες επιστράφηκαν στους τσιφλικάδες.
Ακυρώθηκαν τα χρέη βιομηχάνων και τσιφλικάδων προς την κυβέρνηση.
Τα εργοστασιακά συμβούλια αντικαταστάθηκαν από κυβερνητικούς επιτρόπους και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπήκαν υπό τον έλεγχο των φασιστικών οργανώσεων.
Η ασφάλιση κατά της ανεργίας καταργήθηκε.
Αυξήθηκαν οι φόροι.
Αυξήθηκε η δύναμη της αστυνομίας.
Οργανώθηκαν τρομοκρατικές επιχειρήσεις από τους φασίστες εναντίον πρωτοπόρων αγωνιστών και των κομμουνιστών  που καταλήγουν σε εκτελέσεις μέσα στα σπίτια τους και μπροστά στα μάτια των μελών των οικογενειών τους.

Οι φασίστες επικέντρωσαν εκτός των παραπάνω στην άνοδο της βιομηχανικής παραγωγής. Έτσι το 1925 η παραγωγή ξεπερνά τα προπολεμικά επίπεδα. Ωστόσο, ο πληθωρισμός που «τρέχει» μειώνει τα πραγματικά εργατικά εισοδήματα.

Τον Απρίλιο του 1924 στις εκλογές που πραγματοποιούνται το λαϊκό κόμμα κερδίζει 39 έδρες, οι σοσιαλιστές-ρεφορμιστές 24 έδρες, οι σοσιαλιστές-μαξιμαλιστές 22, το κομμουνιστικό κόμμα 19, ενώ ο συνασπισμός Listone που αποτελείται από τους φασίστες, μετριοπαθείς και συντηρητικούς αποσπά 403 έδρες. Στις 10 Ιουνίου του 1924 ένας από τους παράγοντες της αντιπολίτευσης, ο σοσιαλιστής Ματεότι, στη βουλή απαγάγεται από φασίστες και δολοφονείται. Το αντιφασιστικό κίνημα φουντώνει, τα μέλη του φασιστικού κόμματος άρχισαν να το εγκαταλείπουν μαζικά και τους φασιστικούς κύκλος κυριεύει πανικός.

Στα 1925 ο Μουσολίνι ψηφίζει αρκετούς αντιδραστικούς νόμους που αφορούσαν στο εκλογικό σύστημα, στον Τύπο, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το Νοέμβριο του 1926 δημοσιεύει τους έκτακτους νόμους που επικυρώνουν την απεριόριστη δικτατορία του φασιστικού κόμματος. Προκειμένου να φιμωθεί η αντιπολίτευση συγκροτείται «ειδικό δικαστήριο», συντρίβονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και εγκαθιδρύεται μονοπώλιο φασιστικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Στην οικονομική της πολιτική ο Μουσολίνι στηριζόταν από τα αμερικανικά μονοπώλια μέσω επενδύσεων στο ιταλικό έδαφος. Οι μεγάλες επενδύσεις στη βαριά βιομηχανία, στη στρατιωτική βιομηχανία και ειδικά στον ενεργειακό κλάδο βοήθησαν το Μουσολίνι να παρουσιάζει μια εικόνα ανάπτυξης αλλά και να προετοιμάζεται για το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τελειώνοντας, έχουμε να πούμε σε όσους σήμερα έχουν στο μυαλό τους ανάλογες σκηνές και δραστηριότητες ότι: τη δεκαετία του 30 είχαμε τη νύχτα των κρυστάλλων και τη νύχτα των μεγάλων μαχαιριών, την εξόντωση κάθε μειονότητας και των προοδευτικών ανθρώπων. Τη δεκαετία του 1940 είχαμε τις απίστευτες φρικαλεότητες, μιαν ανείπωτη βαρβαρότητα. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως νικητής δεν ήταν ο φασισμός, αλλά οι λαοί. Πως μετά από τον εφιάλτη ακολούθησε το Στάλινγκραντ και ο σοβιετικός στρατιώτης που τοποθέτησε την κόκκινη σημαία στο Βερολίνο. Πως οι λαοί έγραψαν ανεπανάληπτες σελίδες ηρωισμού αντιστεκόμενοι στη βαρβαρότητα. Ο ελληνικός λαός ήταν από εκείνους που σίγουρα ξεχώρισαν πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος αλά έχοντας μεγάλη συνεισφορά στη νίκη επί του φασισμού.

Ο φασισμός ήταν απότοκο του ιμπεριαλισμού και της καπιταλιστικής κρίσης. Ήταν το πολιτικό παιδί που γέννησαν τα μονοπώλια. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, η καπιταλιστική κρίση και ο πολιτικός στόχος διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης ήταν αυτοί οι παράγοντες που προκάλεσαν το Β’  παγκόσμιο πόλεμο. Έναν πόλεμο στον οποίο σύρθηκαν 1,7 δις άνθρωποι, δηλαδή πάνω από τα ¾ του παγκόσμιου πληθυσμού. Έναν πόλεμο που διεξήχθη στο έδαφος 40 κρατών με 110 εκατομμύρια ανθρώπους να έχουν κληθεί στα όπλα και με 50 εκατομμύρια νεκρούς, πέντε φορές περισσότερους από ό,τι στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Τα χρήματα που ξοδεύτηκαν έφτασαν στο αστρονομικό ποσό των 4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων[1]. Οι φρικαλεότητες του Β΄ παγκόσμιου πολέμου δεν είχαν προηγούμενο: στρατόπεδα συγκέντρωσης με θαλάμους αερίων, ανθρώπινα κορμιά που μετατρέπονταν σε σαπούνια, παιδιά με τυμπανισμένες από την πείνα κοιλιές, σφαγές αμάχων σε λαούς που αντιστέκονταν και με Γερμανούς στρατιώτες να ξεκοιλιάζουν εγκυμονούσες γυναίκες πετώντας τα έμβρυα στο πάτωμα. Μία απέραντη φρίκη που πρέπει στα χείλη κάθε δημοκράτη να φέρει ένα σύνθημα: ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ!




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: Tα δικτατορικά καθεστώτα σε 17 χώρες της Mεσοπολεμικής Eυρώπης (1917 - 1939)


Αναμφισβήτητα οι κοιτίδες του ναζιστικού-φασιστικού φαινομένου ήταν η Γερμανία και η Ιταλία. Ωστόσο, υπήρξαν πολλές χώρες στις οποίες εγκαθιδρύθηκαν φασιστικά και αυταρχικά καθεστώτα εκείνη την περίοδο. Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες διευκρινίζουμε πως σε καμία από τις υπόλοιπες χώρες τα κινήματα αυτά δεν ήταν μαζικά όπως στην περίπτωση των δυο προαναφερόμενων χωρών ή απλώς υπήρξαν καρικατούρες κινημάτων. Παραθέτουμε ένα πίνακα προκειμένου να έχουμε μια εποπτική εικόνα του πολιτικού χάρτη εκείνης της εποχής.



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: Η εξέλιξη της εκλογικής επιρροής των τριών κυριότερων κομμάτων στη Γερμανία του μεσοπολέμου




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3: Η στάση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) απέναντι στο φασισμό

Στο τρίτο συνέδριο της ΚΔ που πραγματοποιήθηκε το 1921 αποφασίζεται η τακτική του Ενιαίου Μετώπου. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Λένιν: «Ο σκοπός και το νόημα της τακτικής του ΕΜ συνίσταται στο να τραβηχτεί στον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο ολοένα και ποιο πλατιά μάζα εργατών. Για να πετύχουμε αυτό δε θα σταματήσουμε να απευθύνουμε ξανά και ξανά τις προτάσεις για έναν κοινό τέτοιο αγώνα ακόμη και στους ηγέτες της 2ης και της 21/2 Διεθνούς».[2]

Η τακτική του ΕΜ μας προσφέρει ένα γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται κατανοητή και η τακτική των αντιφασιστικών μετώπων αργότερα (παρά τις αντιφάσεις, τα λάθη και τις παλινωδίες που προηγήθηκαν).

Το 4ο συνέδριο της ΚΔ καθόρισε ως ένα από τα σπουδαιότερα καθήκοντα των κομμουνιστικών κομμάτων την οργάνωση της αντίστασης στο φασισμό. Τα κομμουνιστικά κόμματα έπρεπε να βαδίσουν επικεφαλής της εργατικής τάξης στην πάλη κατά των φασιστικών συμμοριών, εφαρμόζοντας κι εδώ ενεργητικά την τακτική του ενιαίου μετώπου και καταφεύγοντας υποχρεωτικά σε παράνομες μεθόδους οργάνωσης. Την ίδια την πολιτική του ΕΜ η ΚΔ τη συνέδεε ολοένα και στενότερα με τα καθήκοντα της υπεράσπισης των πανδημοκρατικών πολιτικών απαιτήσεων και με τις καθημερινές ανάγκες των εργαζομένων.

Το 5ο συνέδριο της ΚΔ διεξήγαγε τις εργασίες του στις 17 Ιούνη 1924 στη Μόσχα. Ήταν το πρώτο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε χωρίς το Λένιν. Η αριστερίστικη πτέρυγα παίρνοντας υπόψη την εξέγερση του 1923 στη Βουλγαρία καθώς και τα γεγονότα στη Γερμανία και στην Πολωνία, προανήγγειλε την έναρξη μίας νέας επαναστατικής εποχής. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει άμεσα να χαραχτεί γραμμή για την άμεση εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου στις καπιταλιστικές χώρες και να εγκαταλειφθεί η πολιτική του ΕΜ. Εναρμονισμένοι με αυτό το σκεπτικό τους επιτέθηκαν και στο σύνθημα του ενιαίου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου που αφορούσε στο εθνικο-αποικιακό ζήτημα.

Σε αυτό το πνεύμα κινούνται και οι αποφάσεις του 5ου συνεδρίου: «Με τη συνεχιζόμενη αποσύνθεση της αστικής κοινωνίας, όλα τα αστικά κόμματα, ιδιαίτερα η σοσιαλδημοκρατία, παίρνουν ένα λίγο ή πολύ φασιστικό χαρακτήρα, χρησιμοποιούν τους φασιστικούς τρόπους πάλης ενάντια στο προλεταριάτο…Ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι οι δυο όψεις ενός και του ίδιου οργάνου της δικτατορίας του μεγάλου κεφαλαίου. Για αυτό η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος σύμμαχος του προλεταριάτου που αγωνίζεται εναντίον του φασισμού».[3] Έτσι, χρησιμοποιείται το σχήμα του σοσιαλφασισμού.

Το 6ο συνέδριο πραγματοποιήθηκε από τις 17 Ιούλη ως και την 1η Σεπτέμβρη του 1928, στη Μόσχα. Επικύρωσε την πολιτική του 5ου συνεδρίου με βάση την οποία σκοπός των κομμουνιστικών κομμάτων δεν ήταν μόνο η ενδυνάμωση της πάλης τους ενάντια στα αστικά κόμματα αλλά και στη σοσιαλδημοκρατία. Όσον αφορά στο φασισμό η εκτίμηση που υπάρχει απέχει ακόμη από αυτή που θα δούμε λίγο αργότερα και που διατυπώθηκε στο 7ο συνέδριο, αλλά εμπεριέχει σπέρματα μιας σωστής τοποθέτησης. Εκτιμάται ότι οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσεται ο φασισμός είναι η αστάθεια των καπιταλιστικών σχέσεων, η ύπαρξη σημαντικών εξαθλιωμένων κοινωνικών στοιχείων, η εξαθλίωση πλατιών στρωμάτων της μικροαστικής τάξης των πόλεων και των διανοούμενων, η δυσαρέσκεια της μικροαστικής τάξης της υπαίθρου, η διαρκής απειλή μαζικών εκδηλώσεων του προλεταριάτου. Επίσης, εκτιμάται ότι κύριο καθήκον του φασισμού είναι το σμπαράλιασμα της επαναστατικής εργατικής πρωτοπορίας.

Το 7ο συνέδριο πραγματοποιήθηκε στις 25 Ιούλη-21 Αυγούστου του 1935 στη Μόσχα. Κεντρικό σημείο του συνεδρίου ήταν η εισήγηση του Δημητρόφ που είχε ήδη εκλεγεί Γενικός Γραμματέας της ΚΔ. Η εισήγησή του φέρει τον τίτλο «Η επίθεση του φασισμού και τα καθήκοντα της ΚΔ στον αγώνα για την ενότητα της εργατικής τάξης ενάντια στο φασισμό» και αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ένα από τα σπουδαιότερα ντοκουμέντα της μαρξιστικής φιλολογίας σε ζητήματα τακτικής και στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος.

Ο Δημητρόφ δίνει, κατ’ αρχάς την ιστορική ερμηνεία γέννησης του φασισμού. Η βάση πάνω στην οποία γεννήθηκε ήταν η οικονομική κρίση, η επαναστατικοποίηση των μαζών και η γέννηση του πρώτου προλεταριακού κράτους. Επαναλαμβάνει δε, τον ορισμό του φασισμού όπως αυτός ειπώθηκε στη 13η ολομέλεια της ΕΕΚΔ: ως την πιο ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου.[4]

Οι αποφάσεις του 7ου συνεδρίου κινήθηκαν στο πνεύμα της εισήγησης του Δημητρόφ. Σημαντικό σημείο των αποφάσεων είναι αυτό στο οποίο ασκείται κριτική στο σεχταρισμό και στις καθυστερήσεις που παρουσιάζονται από τη πλευρά των κομμουνιστικών οργανώσεων: «Το 7ο παγκόσμιο συνέδριο της ΚΔ σημειώνει σοβαρά λάθη στη δουλειά ορισμένων τμημάτων της ΚΔ. Καθυστερημένη εφαρμογή της τακτικής του ενιαίου μετώπου, ανικανότητα να κινητοποιήσουν τις μάζες γύρω από τις μερικές διεκδικήσεις τόσο πολιτικές όσο και οικονομικές, μη κατανόηση της αναγκαιότητας της πάλης για την υπεράσπιση των δημοκρατικών υπολειμμάτων, μη κατανόηση της αναγκαιότητας της δημιουργίας του λαϊκού αντιιμπεριαλιστικού μετώπου στις αποικίες και στις εξαρτημένες χώρες, περιφρόνηση της δουλειάς μέσα στα ρεφορμιστικά και φασιστικά συνδικάτα και τι μαζικές οργανώσεις των εργαζομένων που δημιουργούσε τα αστικά κόμματα…», (η υπογράμμιση δική μας).[5]

Και σε άλλο σημείο: «Η πραγματοποίηση του ΕΜ απαιτεί από τους κομμουνιστές να υπερνικήσουν τον αυτοϊκανοποιούμενο σεχταρισμό μέσα στις ίδιες τις γραμμές τους, ο οποίος στην τωρινή στιγμή, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι μια “παιδική αρρώστια” του κομμουνιστικού κινήματος, μα ένα ριζωμένο ελάττωμα. Υπερτιμώντας το βαθμό της επαναστατικής ωριμότητας των μαζών, δημιουργώντας την αυταπάτη πως κατορθώσαμε κιόλας να φράξουνε το δρόμο στο φασισμό τη στιγμή που το φασιστικό  κίνημα συνέχιζε να αναπτύσσεται, αυτός ο σεχταρισμός καλλιεργούσε στην πραγματικότητα, την παθητικότητα μπροστά στο φασισμό. Υποκαθιστώντας στην πρακτική τις μέθοδες καθοδήγησης των μαζών από τις μέθοδες  καθοδήγησης μιας στενής ομάδας, αντικαθιστώντας τη μαζική πολιτική με μια αφηρημένη προπαγάνδα και ένα αριστερό δογματισμό, εγκαταλείποντας τη δουλειά μας μέσα στα ρεφορμιστικά συνδικάτα και τις μαζικές φασιστικές οργανώσεις, βάζοντας στο ίδιο καλούπι την τακτική και τα συνθήματα για όλες τις χώρες, αυτός ο σεχταρισμός επιβράδυνε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη των Κομμουνιστικών Κομμάτων, έκανε πιο δύσκολη την εφαρμογή μιας πραγματικής μαζικής πολιτικής, εμπόδιζε τη χρησιμοποίηση των δυσκολιών του ταξικού εχθρού για την ενίσχυση του επαναστατικού κινήματος, παρεμπόδιζε το κέρδισμα των πλατιών προλεταριακών μαζών από τα Κομμουνιστικά κόμματα», (οι υπογραμμίσεις δικές μας).[6]

Η αλλαγή της γραμμής της ΚΔ είχε αποτελέσματα για τα κομμουνιστικά κόμματα και τα εργατικά κινήματα των χωρών στις οποίες εφαρμόσθηκε. Σε πολλές χώρες τεράστιες μάζες εργαζομένων κινητοποιήθηκαν ενάντια στο φασισμό και ο τελευταίος αναγκάσθηκε να υποχωρήσει. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, ίσως, είναι αυτή της Γαλλίας. Στις 6 Φλεβάρη του 1934 περισσότεροι από 20 χιλιάδες φασίστες προσπάθησαν να διεισδύσουν στη βουλή και άλλα κυβερνητικά κτήρια. Αλλά ο γαλλικός λαός υπό τη καθοδήγηση του Κομμουνιστικού κόμματος έφραξαν το δρόμο στους φασίστες. Στους δρόμους του Παρισιού κατέβηκαν 25 χιλιάδες εργαζόμενοι προκειμένου να εμποδίσουν την αρπαγή της κυβερνητικής εξουσίας από τους φασίστες. Με την πίεση των μαζών δόθηκε εντολή από την κυβέρνηση Νταλαντιέ στην αστυνομία να δράσει. Έτσι, με την παρέμβαση των μαζών και της αστυνομίας οι φασίστες διαλύθηκαν και ακυρώθηκε το σχέδιό τους.[7]

Ο ρόλος της εργατικής τάξης ανέβηκε. Τα κομμουνιστικά κόμματα και η εργατική τάξη απέκτησαν πείρα στην αντιφασιστική πάλη. Πολλά από τα  κομμουνιστικά κόμματα, αναγνωρίσθηκαν ως ηγέτες της πάλης των εργαζομένων. Από το 1936 ως το 1938 τα κομμουνιστικά κόμματα γνώρισαν μεγάλη οργανωτική ανάπτυξη. Το 1939 στον καπιταλιστικό κόσμο υπήρχαν 1 εκατομμύριο 750 χιλιάδες κομμουνιστές, δηλαδή 2,2, φορές περισσότεροι από ότι την περίοδο του 7ου συνεδρίου. [8]



Βασίλης Λιόσης


[1] . Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, σελ. 846, εκδ. Μέλισσα, χ.χ.

[2] . Λένιν, Άπαντα, τ.45, σελ. 131.

[3] . Απόφαση για το φασισμό. Στο: Θέσεις και Αποφάσεις του 5ου συνεδρίου της ΚΔ, Μόσχα από 17 Ιουνίου ως 8 Ιουλίου 1924, Αμβούργο 1924, σ. 121. Αναφέρεται στο Σοβιετικοί ιστορικοί για την ιστορία της ΚΔ, Ο Στάλιν και η Τρίτη Διεθνής, σελ. 98, εκδ. Γλάρος.

[4] . Δημητρόφ Γκεόργκι, Ο φασισμός, σελ. 21, εκδ. Πορεία.

[5] .Απόφαση πάνω στην εισήγηση του σ. Πικ: για τη δράση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ, σελ. 476-477 στο Το Κομμουνιστικό Κόμμα 1931-1936, Πέντε Χρόνια Αγώνων, Έκδοση «Ριζοσπάστη», Μάης 1936.

[6] . Απόφαση πάνω στην εισήγηση του σ. Ντιμιτρόφ: Η επίθεση του φασισμού και τα καθήκοντα της ΚΔ στην πάλη για την ενότητα της εργατικής τάξης ενάντια στο φασισμό, σελ. 491-492 στο Το Κομμουνιστικό Κόμμα 1931-1936, Πέντε Χρόνια Αγώνων, Έκδοση «Ριζοσπάστη», Μάης 1936.

[7] . Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 494, εκδ. Μέλισσα.

[8] . Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, σελ. 458, εκδ. ΣΕ.