Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Εκδήλωση 4ης Ιουλίου-Β.Λιόσης (Μέρος Α)


 ΕΚΔΗΛΩΣΗ  - "ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ"

Στις 4 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκδήλωση του Συλλόγου μας, με θέμα «Φασισμός και Δημοκρατία την εποχή της κρίσης». . Την εκδήλωση άνοιξαν οι εισηγητές:
  • Λιόσης Βασίλης, συνδικαλιστής στην εκπαίδευση: "Το φασιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη του μεσοπολέμου"  
  • Σουάνη Μαρία, εργαζόμενη στη ΔΕΗ: "Το φασιστικό φαινόμενο στη Δ. Ευρώπη και τη σύγχρονη Ελλάδα"
  • Κατρούγκαλος Γιώργος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου: "Η άνοδος του νεοφασισμού ως σύμπτωμα της κρίσης αξιών του πολιτικού συστήματος" 
 Σήμερα δημοσιεύουμε τις εισηγήσεις αυτές -οι οποίες λόγω της μεγάλης τους έκτασης θα δημοσιευτούν τμηματικά- ξεκινώντας με την εισήγηση του πρώτου ομιλητή, Β.Λιόση.



Το φασιστικό-ναζιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου

Μέρος Α

Αν θέλουμε να έχουμε μία διαλεκτική και υλιστική προσέγγιση του φασιστικού/ναζιστικού φαινομένου στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, πρέπει να πάρουμε υπόψη μια πληθώρα παραγόντων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Διαφορετικά είναι πολύ εύκολο και αρκούντως βολικό να χρησιμοποιήσουμε απλοϊκές ερμηνείες για τη γέννηση του εν λόγω φαινομένου, αποδίδοντας τη δημιουργία του καθώς και τη διεξαγωγή του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, στη σχιζοειδή προσωπικότητα των Μουσολίνι-Χίτλερ. Ως εκ τούτου θα δώσουμε έστω κωδικοποιημένα το ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής εκκινώντας από τον Ιούνιο του 1919, δηλαδή την υπογραφή  της συνθήκης των Βερσαλλιών που όριζε τους νικητές και τους ηττημένους του Α΄ παγκόσμιου πολέμου και τους νέους συσχετισμούς στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Σκοπός μας, όμως, είναι να κάνουμε κατανοητό πως ο φασισμός είναι γέννημα της εποχής του ιμπεριαλισμού και ότι αποτελεί ένα τεράστιο πισωγύρισμα για την εργατική τάξη και όλα τα λαϊκά στρώματα.

 Α. Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΒΕΡΣΑΛΛΙΩΝ (ΣτΒ)
 Ο μεγάλος ηττημένος του Α΄ παγκόσμιου πολέμου ήταν δίχως αμφιβολία η Γερμανία. Η Γερμανία με τη ΣτΒ:
Απώλεσε 40.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα (το 13% του εδάφους της), σχεδόν επτά εκατομμύρια κάτοικοι της βρέθηκαν ως μειονότητες στα νεόκοπα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, έχασε σημαντικό μέρος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της,ο γερμανικός στρατός περιορίστηκε στους 100.000 άνδρες και το ναυτικό σε 15.000, απαγορεύτηκε η στρατολογία όπως και η απόκτηση αρμάτων μάχης, αεροπορίας, υποβρυχίων και πλοίων χωρητικότητας άνω των 10.000 τόνων,
αναγκάστηκε να αποδεχτεί την αποκλειστική ευθύνη για τον πόλεμο και αναγκάστηκε να καταβάλλει πολεμικές επανορθώσεις[1].

Διαδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην συνθήκη των Βερσαλλιών στο Βερολίνο

Η ΣτΒ δεν άλλαξε το χαρακτήρα του γερμανικού καπιταλισμού. Η δεινή ήττα που υπέστη δε συνέτισε του Γερμανούς ιμπεριαλιστές, κάτι που άλλωστε θα άλλαζε τη φύση τους. Αντιθέτως, μετά τη λήξη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, ξεκίνησαν να απεργάζονται σχέδια για την αντεπίθεσή τους.


Β. ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ: Η ΜΕΡΙΚΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1920


Η άνοδος στα τέλη του 19ου αιώνα και η κρίση του 1900-1903 σηματοδοτούν τον αποφασιστικό ρόλο των μονοπωλίων στην οικονομική και πολιτική ζωή: «τα καρτέλ γίνονται μια από τις βάσεις όλης της οικονομικής ζωής. Ο καπιταλισμός, μετατράπηκε σε ιμπεριαλισμό»[2].

Βρισκόμαστε, λοιπόν, ήδη στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, δηλαδή εκείνη την  περίοδο που η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα που τα μονοπώλια δίνουν τον τόνο της οικονομικής και πολιτικής κίνησης. Πριν της έναρξης της δεκαετίας του 1920 είχαν προηγηθεί τρία, μεγάλης βαρύτητας, ιστορικά γεγονότα: η διεξαγωγή και η λήξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, το ξέσπασμα της πρώτης νικηφόρας σοσιαλιστικής επανάστασης και η δημιουργία του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Συσσίτιο σε πόλη της Γερμανίας μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου

Η χώρα που βγήκε περισσότερο πληγωμένη από κάθε άλλη μετά το πέρας του Α’ παγκόσμιου πολέμου ήταν η Γερμανία. Η οικονομική της ζωή ήταν εντελώς αποδιαρθρωμένη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ισοτιμία μάρκου-δολαρίου δε μεταβαλλόταν πλέον ανά ημέρα, αλλά ανά ώρα. Στα τέλη του 1923 ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη: η αξία του μάρκου έφτασε στο ένα τρισεκατομμυριοστό της προπολεμικής του αξίας. Η αστάθεια του γερμανικού νομίσματος δημιούργησε προβλήματα και σε άλλες χώρες και η μόνη χώρα που έμεινε ανεπηρέαστη ήταν οι ΗΠΑ. Τον Ιανουάριο του 1921 αποφασίστηκε η σταθεροποίηση του μάρκου και ακολούθησε ανάλογη προσπάθεια στην Αγγλία (1925) και στις Γαλλία-Ιταλία (1927). Από το 1924 ως το 1928, είκοσι, περίπου, χώρες επέστρεψαν στον κανόνα του χρυσού, ωστόσο κανένα κράτος δεν κατόρθωσε να αποκαταστήσει τελείως την κυκλοφορία με βάση αυτόν τον κανόνα[3]. Η πολιτική σταθεροποίησης των νομισμάτων οδήγησε στη διακοπή έκδοσης χαρτονομίσματος. Σημαντικότερη πηγή εσόδων έγινε η φορολογική πολιτική που επιβάρυνε τα λαϊκά εισοδήματα αλλά και ο δανεισμός εσωτερικά και εξωτερικά.

Με το ξεπέρασμα των οξύτερων δημοσιονομικών κρίσεων και του νομισματικού χάους, δημιουργήθηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την αποκατάσταση των εμπορικών και πιστωτικών σχέσεων ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες. Έτσι, ο καπιταλισμός άρχισε να εισέρχεται σε μια περίοδο μερικής  σταθεροποίησης. Η σωτηρία της Γερμανίας ενδιέφερε άλλωστε την Αγγλία και τις ΗΠΑ που έβλεπαν μακριά: συνέχιση και όξυνση της οικονομικής κρίσης στη Γερμανία δε σήμαινε μόνο αποσταθεροποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας σε όλο τον κόσμο αλλά πιθανώς και άνοδο των επαναστατικών διαθέσεων του γερμανικού λαού.

Στην περίοδο 1925-1929 η παραγωγικότητα στη βιομηχανία του καπιταλιστικού κόσμου ανέβηκε αρκετά, αλλά ανισόμετρα. Η αύξηση της παραγωγικότητας δεν οφειλόταν μόνο στις όποιες τεχνολογικές καινοτομίες, αλλά και στην εισαγωγή νέων μεθόδων στην οργάνωση της παραγωγής[4]. Παράλληλα δυνάμωνε η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.

Οι συσχετισμοί δύναμης ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη τροποποιούνται. Η Γερμανία που δοκιμάστηκε μεταπολεμικά έφτασε πάλι στη δεύτερη θέση της παγκόσμιας κατάταξης στον κόσμο, σε ότι αφορούσε σπουδαίους κλάδους της παραγωγής. Ο συσχετισμός ανάμεσα στην Αγγλία και στις ΗΠΑ άλλαξε. Το 1925 η βιομηχανία των ΗΠΑ παρήγαγε τόσα προϊόντα όσα η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία μαζί. Η άνοδος των ΗΠΑ και η ανάδειξή τους σε ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη ήταν πλέον γεγονός. Το 1930 οι επενδύσεις των αμερικανικών κεφαλαίων στο εξωτερικό πενταπλασιάστηκαν σε σύγκριση με την προπολεμική περίοδο. Οι ΗΠΑ πήραν πλέον σταθερά τη θέση του κυριότερου διεθνούς πιστωτή, θέση που μέχρι τότε ανήκε στην Αγγλία και έγιναν το χρηματιστικό κέντρο του καπιταλιστικού τμήματος του κόσμου.

Η μεταπολεμική πραγματικότητα άρχισε ένα νέο κύκλο όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η οικονομική ενδυνάμωση των ΗΠΑ και Ιαπωνίας, η απώλεια της πρωτιάς της Αγγλίας σε μια σειρά οικονομικών δεικτών, η ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας ήταν οι παράγοντες που δημιουργούσαν νέες τριβές μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Επιπλέον, η μερική καπιταλιστική σταθεροποίηση απειλούνταν από την ανεπαρκή απορροφητικότητα των αμερικανικών αγορών που προήλθε από την αύξηση της έντασης εκμετάλλευσης του αμερικανικού προλεταριάτου και από την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες προκαλούσαν οξύτατους εμπορικούς πολέμους, την εφαρμογή ντάμπινγκ (πώληση των προϊόντων σε άλλη χώρα με τιμή κάτω από το κόστος παραγωγής) κ.λπ. Οπωσδήποτε δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο αγώνας για τον έλεγχο των πηγών πρώτων υλών συνέχιζε αμείωτος.

Νομοτελειακά οι συγκρούσεις και ο διαγκωνισμός για την επικράτηση εκείνης ή της άλλης ιμπεριαλιστικής δύναμης θα οδηγούσαν σε μια νέα παγκόσμια σύρραξη και σε μια μεγάλη καπιταλιστική κρίση, όπως κι έγινε[5].


Γ.  Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Είναι γνωστό ότι στον κύκλο της κρίσης, η άνοδος προηγείται της κρίσης. Τα χρόνια της μερικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού που περιγράψαμε λίγο παραπάνω, ήταν ο προάγγελος της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που γνώρισε ο καπιταλισμός. Τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης του 1929-1933 φάνηκαν στις ΗΠΑ και στις υπόλοιπες ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, όταν άρχισαν να συσσωρεύονται απούλητα εμπορεύματα στις αποθήκες. Τον Οκτώβριο του 1929 σημειώθηκε στις ΗΠΑ ένα χρηματιστηριακό κραχ, μετά το οποίο ενέσκηψε η κρίση με όλα της τα συνήθη γνωρίσματα.

Ανεργοι αναζητούν εργασία κατά την διάρκεια της μεγάλης κρίσης. Λος Άντζελες 1930

Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης ήταν:
Η κρίση του 1929-1933, ήταν κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης. Η βιομηχανική παραγωγή περιορίστηκε στο ένα τρίτο και περισσότερο σε σχέση με την προ κρίσης παραγωγή. Οι προηγούμενες κρίσεις θεωρούνταν σοβαρές αν η μείωση της παραγωγής ήταν στο 10 με 15%.
Σε διάρκεια η κρίση του ’29 υπερέβη κάθε προηγούμενη, αφού οι προηγούμενες κρίσεις κρατούσαν κατά κανόνα μερικούς μήνες.
Η κρίση χτύπησε με τον πιο έντονο τρόπο τις ΗΠΑ και τη Γερμανία.
Η αγροτική οικονομία βλήθηκε και αυτή με ιδιαίτερη σφοδρότητα, όπως επίσης και οι υποανάπτυκτες βιομηχανικά χώρες.
Η τιμή των προϊόντων μειώθηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
Οι παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις διαταράχθηκαν, αφού το παγκόσμιο εμπόριο έπεσε περίπου στο ένα τρίτο του προηγούμενου όγκου συναλλαγών.
Η αξία του νομίσματος έπεσε σε 56 κράτη.
Σημειώθηκε τεράστια καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων. Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες δημιουργήθηκαν απέραντα νεκροταφεία μηχανών, ζώνες νεκρών εργοστασίων, τα χωράφια ξεχερσώνονταν, ενώ δημιουργήθηκαν τεράστιες στρατιές ανέργων. Στις αρχές του 1932 υπήρχαν στις καπιταλιστικές χώρες 26 εκατομμύρια άνεργοι, χωρίς να υπολογίζονται όσοι εργαζόμενοι απασχολούνταν μια-δυο ημέρες την εβδομάδα[6].

Η περίοδος αυτής της οξείας καπιταλιστικής κρίσης έφερνε στο προσκήνιο νέες δυνατότητες και δυσκολίες. Δεν επρόκειτο για μια συνηθισμένη καπιταλιστική κρίση και για αυτό το λόγο οι επιπτώσεις της στη σκέψη του εργατικού κινήματος αλλά και του αστικού στρατοπέδου θα ήταν σοβαρές.



Δ. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Μέσα στο νέο κυκεώνα των εξελίξεων του 20ου αιώνα, οι πιο οξυδερκείς αστοί αντιλαμβάνονται πως το Laissez-Faire «πνέει τα λοίσθια». Ο καπιταλισμός έχει ανάγκη από ένα νέο τρόπο διαχείρισης και αυτό τον τρόπο τον διατυπώνει με εύστοχο τρόπο ο Κέυνς.

Ο Κέυνς σε μια διάλεξή του με τίτλο Το τέλος του Laissez-Faire[7] είχε πει χαρακτηριστικά: «Έχει ενδιαφέρον […] η τάση των μετοχικών εταιρειών, όταν φτάνουν σε ένα συγκεκριμένο μέγεθος και μια συγκεκριμένη ηλικία, να αποκτούν το καθεστώς των δημόσιων εταιρειών μάλλον παρά των ατομικιστικών επιχειρήσεων […] Είναι η τάση των μεγάλων επιχειρήσεων να αυτοκοινωνικοποιούνται […] »[8].

O Τζόν Κέυνς

Επίσης σε ένα από τα γνωστά του έργα με τον τίτλο Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης, γράφει: «Λέγεται ότι ο Λένιν είχε πει πως ο καλύτερος τρόπος για να καταστραφεί το καπιταλιστικό σύστημα  είναι να καταστραφεί το νόμισμα […] Ο Λένιν είχε δίκιο. Δεν υπάρχει πιο ύπουλος και σίγουρος τρόπος για να σειστούν τα θεμέλια της υπάρχουσας κοινωνίας […] Κι αν προσθέσουμε στο μίσος που τρέφει ο λαός για τη διευθύνουσα τάξη, το δυνατό χτύπημα που κατάφερε  ενάντια στην ασφάλεια η βίαιη κι αυθαίρετη  αναταραχή που προκάλεσαν  οι συνθήκες και την υπάρχουσα ισορροπία του πλούτου που θα προκύψει αναπόφευκτα από τον πληθωρισμό, οι κυβερνήσεις καθιστούν πρακτικά αδύνατη τη συνέχιση της κοινωνικής και οικονομικής τάξης του 19ου αιώνα»[9].

Τι το νέο φέρνει, λοιπόν, ο Κέυνς που μετά τη λήξη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου θα επικρατήσει ολοκληρωτικά στην αστική σκέψη μέχρι περίπου και τα τέλη της δεκαετίας του 1970;

Ο Κέυνς αντιλαμβάνεται ότι ο νόμος του Say που υποστήριζε ότι «χάρη στον αυτοματισμό της αγοράς, η προσφορά εμπορευμάτων δημιουργεί από μόνη της την ανάλογη ζήτηση», δεν ισχύει. Η ζήτηση δημιουργείται εκ των άνω. Ποιος, όμως, θα δημιουργήσει εκ των άνω αυτή τη ζήτηση; Μα το καπιταλιστικό κράτος με παρεμβάσεις.

Σπέρματα της λογικής του Κέυνς συναντάμε στον αυτοκινητοβιομήχανο Φορντ, όταν το 1914 κι ενώ τα ημερομίσθια κυμαίνονταν από 2 ως 3 δολάρια, αποφάσισε την αύξησή τους σε 5 δολάρια με ταυτόχρονη μείωση της εργάσιμης ημέρας από 9 σε 8 ώρες. Ο Φορντ πέτυχε έτσι, δυο στόχους. Η υλοποίηση του πρώτου, βρίσκεται στην απάντησή του όταν του τέθηκε το ερώτημα γιατί προέβη σε μια τέτοια «φιλεργατική» πολιτική: «ποιος θα αγοράζει τα αυτοκίνητά μου;», απάντησε, ρωτώντας, με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Η υλοποίηση του δεύτερου εντοπίζεται μέσα στα ίδια του τα εργοστάσια. Μετά την αύξηση του ημερομισθίου, περιορίστηκαν οι αδικαιολόγητες απουσίες των εργατών, ενώ η παραγωγή αυτοκινήτων σημείωσε αλματώδη αύξηση: 200.000 αυτοκίνητα το 1913, ενώ η παραγωγή υπερέβη τα 5.000.000 το 1929![10]

Ο Κέυνς δεν προτείνει μόνο ένα νέο τρόπο διαχείρισης-διάσωσης του καπιταλισμού μα και ένα σχέδιο ταξικής ειρήνης που ως ένα βαθμό θα πετύχει. Αντιλαμβάνεται πως η κοινωνικοποίηση της παραγωγής αποτελεί την υλική προετοιμασία για το σοσιαλισμό κι έτσι η αύξηση των μισθών και η κάθε είδους κοινωνική παροχή μπορεί να ανασχέσει την πορεία υπέρβασης του καπιταλισμού.

Απότοκο της κεϋνσιανής σκέψης αποτέλεσε και η πολιτική του New Deal που εφαρμόσθηκε το 1933 στις ΗΠΑ από το Ρούσβελτ. Η πολιτική αυτή ήταν μια προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης αλλά και επιβολής «κοινωνικής ειρήνης», μπροστά στους κραδασμούς που γέννησε η κρίση. Κεντρική θέση στην πολιτική του New Deal κατείχε η κρατική ρύθμιση της βιομηχανίας. Η βιομηχανία διαιρέθηκε σε 17 ομάδες, κάθε μια από τις οποίες όφειλε να καταρτίσει ένα «κώδικα εντίμου ανταγωνισμού» που θα καθόριζε τον όγκο της παραγωγής, το επίπεδο του μισθού εργασίας, τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας και την κατανομή των αγορών ανάμεσα στις φίρμες. Αναγνωρίστηκε το δικαίωμα των εργατών να συνδικαλίζονται και να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις[11].



[1] . Σφήκας Θανάσης, Η συνθήκη των Βερσαλλιών, στο: Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, Οι αιτίες, Η φρίκη, Ο μεσοπόλεμος, Ε Ιστορικά, σελ. 107-108, χ.χ.

[2]. Λένιν, Άπαντα, Ο ιμπεριαλισμός…, τ. 27, σελ. 323,εκδ. Σύγχρονη Εποχή

[3]. Ο κανόνας του χρυσού λειτουργούσε ως εξής: κάθε εθνικό νόμισμα ήταν ανταλλάξιμο με μια ορισμένη ποσότητα χρυσού, σε σταθερή τιμή. Το σύστημα αυτό έπαψε να ισχύει ουσιαστικά μετά το τέλος του Α΄ παγκόσμιου πολέμου και το 1944 αντικαθίσταται από τη συμφωνία Bretton -Woods που επέβαλλε τη σύνδεση του όποιου εθνικού νομίσματος με το δολάριο, με το δολάριο να έχει σταθερή ισοτιμία 35 δολάρια προς μια ουγκιά χρυσού. Είναι προφανές πως το νέο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν εξέφραζε τίποτα άλλο παρά την κυριαρχία των ΗΠΑ στον καπιταλιστικό κόσμο.

[4]. Τα νέα στοιχεία στην καπιταλιστική παραγωγή κωδικοποιήθηκαν με τις ονομασίες του τεϋλορισμού και του φορντισμού. Ο τεϋλορισμός συνίστατο στο θρυμματισμό της εργατικής γνώσης σε στοιχειώδεις κινήσεις, επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο την ανεξαρτητοποίηση του κεφαλαιοκράτη από τις τεχνικές γνώσεις του εργάτη κι έτσι την εισαγωγή της ανειδίκευτης εργασία στην παραγωγή. Ο Τέυλορ είχε συνειδητοποιήσει θαυμάσια πως η πηγή του πλούτου δε βρίσκεται στο χρήμα αλλά στην εργασία κι έτσι δεν ήταν απλώς μια ιδιότυπη μορφή κυριαρχίας πάνω στη μισθωτή εργασία, αλλά μια συνολική οικονομική στρατηγική ντου καπιταλισμού. Ο Φορντισμός από την άλλη εισήγαγε την «αλυσίδα» στην παραγωγή. Η γραμμή συναρμολόγησης με την εισαγωγή του μεταφορέα που μετακινεί τα όργανα από μια θέση σε μια άλλη, αποτελεί πλέον μια επαναστατική καινοτομία στην παραγωγή. Έτσι ο τεϋλορισμός θέτει κανόνες εργασίας, ενώ ο Φορντισμός κανόνες παραγωγικότητας. Μαζί αποτελούν την καθιέρωση ενός νέου τρόπου παραγωγικής κατανάλωσης της εργατικής δύναμης (Δες αναλυτικά Κοριά Μπενζαμέν, Ο εργάτης και το χρονόμετρο, Τεϋλορισμός-Φορντισμός και μαζική παραγωγή, εκδ. Κομμούνα, 1985).

[5] . Πηγή: Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 29-38, εκδ. Μέλισσα, 1963

[6] . Πηγή: Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 245-249, εκδ. Μέλισσα, 1963

[7]. Με τον όρο Laissez-Faire σηματοδοτείται ένας συγκεκριμένος τρόπος διαχείρισης του καπιταλισμού που αντίθετα από τον προστατευτισμό της πρώτης περιόδου του καπιταλισμού, επαγγέλλεται την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων. Η ιδέα αυτή εμφανίζεται στα μέσα του 18ου αιώνα εν μέσω της δημιουργίας του εργοστασίου και των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων.

[8] . Αναφέρεται στο Κεϋνσιανισμός, κεφάλαιο, κράτος και ταξικός ανταγωνισμός: από την Οκτωβριανή Επανάσταση στο Δ.Ν.Τ., σελ. 11, εκδ. Σπάταλοι, 2005

[9] . Ο.π., σελ. 10

[10] . Μπο Μισέλ, Η ιστορία του καπιταλισμού, Από το 1500 ως σήμερα, σελ. 261, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 1987

[11] . Πηγή: Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 559-561, εκδ. Μέλισσα, 1963